-
1 περιοχή
περιοχέομαιto be traversed in all directions: pres subj mp 2nd sgπεριοχέομαιto be traversed in all directions: pres ind mp 2nd sgπεριοχήa containing: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 περιοχῇ
περιοχέομαιto be traversed in all directions: pres subj mp 2nd sgπεριοχέομαιto be traversed in all directions: pres ind mp 2nd sgπεριοχήa containing: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 περιοχή
περιοχή, ῆς, ἡ (Theophr. et al.; Herm. Wr. 8, 5; pap, LXX; Philo, Aet. M. 4; Jos., Bell. 5, 169; 203) ἡ π. τῆς γραφῆς Ac 8:32 can mean either① content/wording of a written text/scripture (περιοχή in this sense, schol. on Thu. 1, 131 ἡ περ. τῶν γραμμάτων; schol. on Apollon. Rhod. 4 superscr. Cp. also Suda s.v. Ὅμηρος Σέλλιος)—or② portion of written text/scripture (Dionys. Hal., de Thu. c. 25; Cicero, Ad Attic. 13, 25, 3).—Blass on Ac 8:32.—DELG s.v. 1 ἔχω. M-M. -
4 περιοχη
ἥ1) окружность, оболочка(σφαίρας Plut.)
2) сумма, совокупностьπ. τῶν ὅλων Plut. — вселенная, мир
3) масса, тело(π. πυροειδής Plut.)
4) протяжение, распространение(αἱ τῶν ἐθνῶν περιοχαί Diod.)
5) периоха, извлечение из текста, выдержка(τῆς γραφῆς NT.)
-
5 περιοχή
περιοχήa containing: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 περιοχή
-
7 περιοχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιοχή
-
8 περιοχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περιοχή
-
9 περιοχή
A a containing, enclosing, Plu.2.1078b, Herm. ap. Stob.1.49.69.2 compass, circumference,σφαίρας Placit.3
Prooem., cf. J.BJ5.4.3, Cleom.1.11, 2.3, Diog.Oen.24; opp. μῆκος, BGU492.10 (ii A.D.); ἡ ἐκτὸς π., of the body, Arist.Col. 797b22, cf. Pr. 870a10, D.S.1.91 ; κατὰ τὰς τῶν ἐθνῶν π. according to their extent, Id.17.58 ; mass, body, Plu.Lys.12 ;π. τις οὐρανοῦ Epicur.Ep.2p.37U.
; ἀκατάληπτος π., of the world, Secund.Sent.1.3 generally, compass, extent,ἡ π. τῆς ὅλης περιβολῆς καὶ πράξεως Plb.11.19.2
; aggregate, Dam.Pr.88,95 bis.c summary, Herm. ap. Stob.1.41.1 ; σύντομος π. Procl.in Ti.1.73; periochae, title of summaries of books of Livy.IV straitness, = θλῖψις, συνοχή, Phot.; esp. siege, LXX Je.19.9 ; ἦλθεν πόλις ἐν περιοχῇ ib.4 Ki.24.10; ὕδωρ περιοχῆς ib.Na.3.14.V= περιπέτεια, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοχή
-
10 περιοχή
выдержка, извлечение из текста, место (писания).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περιοχή
-
11 περιοχή
-ῆς + ἡ N 1 0-13-8-4-0=25 1 Sm 22,4.5; 2 Sm 5,7.9.17*Ob 1 περιοχήν besieging army corr.? περίοχου one who rides around, a messenger for MT ציר a messenger; *Ps 140(141),3 περιοχῆς fortification-נְֻצָרה? for MT ָרהצּנְִ keep watch→LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
12 περιοχή
[пэриохи] та. Θ. область, округ. -
13 περιοχή
-
14 περιοχή
bölge, yöre, kesim -
15 περιοχή
1) quartier2) région -
16 περιοχή
1) dziedzina (f) rzecz.2) dzielnica (f) rzecz.3) obszar (m) rzecz.4) okolica (f) rzecz.5) okręg (m) rzecz.6) przestrzeń (f) rzecz.7) rejon (m) rzecz.8) rejonowy przym. -
17 περιοχή
1) čtvrt2) čtvrť3) kraj4) oblast5) pásmo6) zóna -
18 περιοχή
1) area2) district3) domainΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιοχή
-
19 αλιευτική περιοχή
ηFischereigebiet n -
20 αναπτυσσόμενη περιοχή
ηFörderungsgebiet n
См. также в других словарях:
περιοχή — a containing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοχή — η, ΝΜΑ [περιέχω] 1. χώρος γύρω από κάτι, τόπος γύρω από πόλη, οικισμό ή από έδρα αρχής, περιφέρεια (α. «η περιοχή τής Κορίνθου» β. «η περιοχή τού Γ Σώματος στρατού» γ. «ἡ ἐκτὸς περιοχή», Θεόφρ.) 2. (γενικά) έκταση, επιφάνεια γης, τόπος, χώρος (α … Dictionary of Greek
περιοχή — η 1. τόπος, χώρος, περιφέρεια δικαιοδοσίας κάποιου: Αγροτική περιοχή. – Περιοχή του νομού Θεσσαλονίκης. 2. έκταση γης μικρή ή μεγάλη: Πολλές περιοχές της Ασίας υποφέρουν συχνά από πλημμύρες. 3. χώρος πνευματικής δραστηριότητας, πεδίο: Περιοχή των … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιοχῇ — περιοχέομαι to be traversed in all directions pres subj mp 2nd sg περιοχέομαι to be traversed in all directions pres ind mp 2nd sg περιοχή a containing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθιοπική περιοχή — Όρος της ζωολογίας που αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή κατανομής των ζώων, που περιλαμβάνει την αφρικανική ήπειρο (εκτός από τη βόρεια Σαχάρα και τις παραμεσόγειες χώρες), τη Μαδαγασκάρη και τα άλλα αφρικανικά νησιά. Στην περιοχή αυτή ζουν… … Dictionary of Greek
Εβραϊκή Περιοχή — (Yevreyskaya). Αυτόνομη περιοχή (36.000 τ. χλμ., 199.100 κάτ. το 2001) της Ρωσίας. Δημιουργήθηκε το 1928, προκειμένου να εγκατασταθούν σε αυτή μόνιμα οι Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανακηρύχθηκε αυτόνομη στις 7 Μαΐου 1934. Βρίσκεται στην… … Dictionary of Greek
Νότιας Οσετίας, Αυτόνομη Περιοχή — (γεωργ. Shida Kartli , διεθν. South Ossetia). Περιοχή (3.900 τ. χλμ., 359.400 κάτ το 2003) της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας, στις νότιες κατωφέρειες του Μεγάλου Καυκάσου. Πρωτεύουσά της είναι η Τσιχινβάλι (41.600 κάτ. το… … Dictionary of Greek
Ντολγκάν Νιενιέσκι, Αυτόνομη Περίοχή — Βλ. λ. Ταϊμίρ … Dictionary of Greek
Ορεινού Αλτάι, Αυτόνομη Περιοχή — Βλ. λ. Γκόρνο Αλτάισκ … Dictionary of Greek
παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… … Dictionary of Greek